- γλυκολυπούμενος
- η , ο испытывающий сладкую грусть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκολυπούμενος — η, ο αυτός που αισθάνεται χαρά και λύπη ταυτόχρονα («γλυκολυπούμενη χαμογελάει», Δ. Σολ.) … Dictionary of Greek
γλυκολυπούμενος — η, ο αυτός που νιώθει ταυτόχρονα χαρά και λύπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek